Tuesday 4 November 2014

Βιβλιοχαρές, βιβλιοαναφορές, ο Joyce, ο Steinbeck και ο Παπασωτηρίου!

Η πρώτη «κανονική» δουλειά που είχα μόλις τελείωσα τις σπουδές μου ήταν στο βιβλιοπωλείο Παπασωτηρίου στην οδό Πανεπιστημίου. Τί χαρά ήταν αυτή! Ένα μεγάλο υπόγειο γεμάτο βιβλία τέχνης, σχολικά και παιδικά κι εγώ, μαζί με τη Δώρα και το Δαμιανό οι βασιλιάδες (και οι χαμάληδες). Έπρεπε να γνωρίζουμε πάνω κάτω που είναι το κάθε βιβλίο, να το τοποθετούμε, να το ταξινομούμε, να το ισιώνουμε, να το φτιάχνουμε σε πυργάκια, να το πουλάμε. Τώρα ίσως μου φαίνεται ακόμα πιο ρομαντική αυτή η εποχή αλλά και τότε η εμπειρία ήταν μοναδική. Το να δουλεύεις με τόσα βιβλία, όταν αγαπάς τα βιβλία είναι τύχη. Το να διαβάζεις τον μικρό πρίγκηπα και να δακρύζεις, την ώρα που πρέπει να εξυπηρετείς τον πελάτη ή να περνάς παραγγελίες είναι αξέχαστη εμπειρία και κάπως ενοχλητικό για τον πελάτη. Λίγο τα βιβλία, λίγο το ερωτικό σκίρτημα για τον συνάδελφο, περισσότερο η παρέα με τη Δώρα και το Δαμιανό, έχουν καταστήσει αυτήν την πρώτη σοβαρή εργασιακή εμπειρία την καλύτερη μέχρι τώρα.

Κάπως έτσι ξεκινά και το βιβλίο του Lewis Buzbee με την πρώτη του εμπειρία ως βιβλιοπώλης, τις πρώτες του φιλίες εκεί και τον πρώτο ενθουσιασμό για τον συγκλονιστικό αυτό κόσμο. Αναφερει τα αγαπημένα του βιβλιοπωλεία, σε μία κάπως βαρετή καταγραφή, και το βιβλίο που τον συγκλόνισε στην εφηβεία του. Τα σταφύλια της οργής. Εγώ ακόμα δεν έχω βρει ποιο είναι το δικό μου, αν υπάρχει κάποιο. Εδώ βέβαια ούτε εκείνη τη λίστα του facebook με τα δέκα αγαπημένα βιβλία δεν κατάφερα καλά καλά να φτιάξω στο κεφάλι μου κι έπρεπε να κλέψω ιδέες από άλλους. Γι’ αυτό και για άλλους πιο ρομαντικούς λόγους έχει σημασία για μένα να κρατάω τα βιβλία που έχω διαβάσει, εξάλλου είναι μεγάλη η χαρά της ιδιοκτησίας των αγαπημένων βιβλίων όπως λέει κι ο Buzbee.

Το «Τhe Yellow-Lighted Bookshop» είναι ένας συνδυασμός αυτοβιογραφικών αναφορών του συγγραφέα από τη ζωή του στα βιβλιοπωλεία, αλλά και πληροφορίες για την βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, την πορεία του βιβλιοπωλείου από τους πάγκους στα πεζοδρόμια μέχρι τα ράφια των σουπερμάρκετ (βλ. Public!!), την πορεία του επαγγέλματος του βιβλιοπώλη και την εξέλιξη των εκδοτικών οίκων. Αυτό το κομμάτι με όλα τα ιστορικά στοιχεία που καλύπτει τα 5 από τα 11 κεφάλαια παρουσιάζει κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες όπως το ότι το 1969 δημιουργήθηκαν οι πρώτες αλυσίδες βιβλιοπωλείων ή το τι ακριβώς είναι το ISBN, αλλά κατά βάση είναι λίγο βαρετά γραμμένο, με πολλές περιττές λεπτομέρειες και χωρίς γρήγορο ρυθμό.

Ακολουθεί όμως το κατ εμέ πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στην λογοκρισία και τις συγκρούσεις που μπορεί να προκαλέσει ένα βιβλίο. Τρανό παράδειγμά αυτό του Salman Rushdie «Οι Σατανικοί Στίχοι» που είχε προκαλέσει αντιδράσεις στον Ισλαμικό κόσμο μέχρι το σημείο να εκδωθεί διάταγμα θανατικής ποινής του συγγραφέα που ευτυχώς δεν εκτελέστηκε ποτέ. Ο συγγραφέας τονίζει κυρίως τη δύναμη που μπορεί να έχουν τα βιβλία και τη δύναμη της κοινότητας που τα αγκαλιάζει ή όχι.

Το δεύτερο πολύ ενδιαφέρον κομμάτι του ίδου κεφαλαίου αφορά την Sylvia Beach η οποία άνοιξε το 1919 το διάσημο πλέον και αρκετά τουριστικό αγγλόφωνο βιβλιοπωλείο Shakespeare & Co στο κέντρο του Παρισιού, το οποίο και επισκέφτηκα πρόσφατα καθαρά για ερευνητικούς λόγους! Το βιβλιοπωλείο έγινε η καρδιά της παρισινής λογοτεχνικής  σκηνής του τότε και η Beach η προστάτιδα των γραμμάτων και αυτή που βοήθησε τον Joyce να εκδόσει τελικά τον «Οδυσσέα» (θα καταφέρω να το διαβάσω άραγε ποτέ;).

Το βιβλίο τελειώνει με τις γνωστές αναφορές και ανησυχίες για τις νέες τεχνολογίες, το ηλεκτρονικό βιβλίο και το ηλεκτρονικό εμπόριο αλλά καταλήγει στο ότι το έντυπο βιβλίο ωφελείται από όλες αυτές τις εξελίξεις και βγαίνει πάντα νικητής! Δεν είμαι σίγουρη, αλλά αυτό είναι μεγάλη συζήτηση που θα γίνει σε άλλο κεφάλαιο αυτού του εξαιρετικού blog. Καταλήγωντας, το «The Yellow-lighted Bookshop» ήταν καλούτσικο. Χαριτωμένες οι προσωπικές ιστορίες και εμπειρίες του συγγραφέα και μας πείθει εντελώς για το πόσο αγαπάει τα βιβλία και τα βιβλιοπωλεία και εύκολα ταυτίζεται μαζί του όποιος έχει τα ίδια πάθη και είναι και λίγο ψωνισμένος για αυτό. Από την άλλη τα ιστορικά στοιχεία θεωρώ πως δεν είναι τόσο καλογραμμένα αλλά παρέχουν κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Του βάζω ένα τρία, αν και ποτέ δεν μαθαίνουμε ποιο είναι το yellow lighted bookshop

Sunday 6 April 2014

Θέματα βιβλιοκριτικής, βιβλιοθηκονομίας, βιβλιοψύχωσης και λοιπών βιβλιοπροβληματισμών.

Αυτά είναι κάποια από τα καυτά ζητήματα που πολύ συχνά ταλανίζουν κι εμέ, γνήσιο παιδί του πρώτου κόσμου. Όπως π.χ. το κατά πώς θα οργανώσεις τη βιβλιοθήκη σου, αλφαβητικά, χρονολογικά, εθνολογικά ή ακόμα και χρωματικά; Το τελευταίο το αναφέρω κυρίως ορμώμενη από ένα πρόσφατο περιστατικό στο βιβλιοπωλείο όπου κάποιος αγόρασε βιβλία αξίας εξήντα λιρών και όλα ήταν διαφορετικού μεγέθους μεν, του ιδίου χρώματος δε (αυτό το παλιακό ξεπλυμένο μπορντοροδοκόκκινο) και ομολόγησε ότι τα πήρε για διακοσμητικούς λόγους. Για να επανέλθουμε όμως, το πώς να οργανώσεις μια βιβλιοθήκη είναι όντως ένα ζήτημα και λόγος εποικοδομητικών συγκρούσεων με τον εκάστοτε συγκάτοικό σου.  

Αυτό είναι το θέμα με το οποίο ασχολείται και η Anne Fadiman στο πρώτο διήγημα της συλλογής “Ex Libris” την οποία διάβασα πρόσφατα. Με πολύ άμεσο και καθημερινό λόγο περιγράφει το πώς η ίδια η συγγραφέας κι ο άντρας της αποφάσισαν μετά από κάποια χρόνια σχέσης και συγκατοίκησης να ενώσουν τις πλούσιες συλλογές τους. Συγκρούσεις, διαφωνίες, τσακωμοί μέχρι και σκέψεις διαζυγιού (κάπως υπερβολικό) για να καταλήξουν σε αμοιβαίους συμβιβασμούς και στην αίσθηση ότι τελικά η ένωση των βιβλιοσυλλογών τους σημαίνει και τη δική τους.

Σε αυτή τη συλλογή υπάρχουν 18 σύντομα διηγήματα, όλα αυτοβιογραφικά από τα οποία τα 7 μου φάνηκαν αρκετά ευχάριστα ή ενδιαφέροντα ή απλώς χαριτωμένα ή έστω συμπαθητικά. Ένα από αυτά μιλάει για το άλλο φοβερό θέμα της «κακομεταχείρισης» ενός βιβλίου. Παλιότερα όταν διάβαζα ένα βιβλίο σχεδόν δεν έβλεπα το τέλος της κάθε αράδας ή την αρχή της, μιας και δεν ήθελα να «σπάσω» τη ράχη και έτσι το βιβλίο όσο το διάβαζα έμενε μισόκλειστο. Επίσης, πάντα χρησιμοποιούσα σελιδοδείκτες για να μην τσακίζω τη σελίδα αλλά και ποτέ δεν άφηνα το βιβλίο ανοιχτό ανάποδα στο τραπέζι. Ε, όλα αυτά με τον καιρό τα ξεπέρασα. Εξαρτάται βέβαια και το βιβλίο, αν μιλάμε για κόμικ ή βιβλίο τέχνης με εικονογράφηση, φυσικά και θα το προσέξω παραπάνω. Κατά τα άλλα και τσαλακώνω σελίδες και σημειώνω και σπάω ράχες και γεμίζω άμμο μυθιστορήματα και όλα τα κάνω, μιας και όπως λέει η Αννούλα η χρήση ενός βιβλίου είναι δείγμα οικειότητας και όχι έλλειψης σεβασμού προς αυτό!

Ένα άλλο διήγημα από αυτά που μου άρεσαν μιλάει για την μανία ορισμένων ανθρώπων να διορθώνουν τη σύνταξη και την ορθογραφία σε ό,τι και να διαβάζουν, από εφημερίδα μέχρι κουτί δημητριακών. Αυτό το βρήκα διασκεδαστικό μιας και ξέρω 2-3 τέτοιους ανθρώπους και το κάνω κι εγώ σε μικρότερο βαθμό. Ένα άλλο μιλάει για τη μανία της υποσημείωσης που μπορεί να καταλήξει στην υπερβολή, άλλο για την κληρονομικότητα στη βιβλιοφιλία, άλλο για τα βιβλιοπωλεία με μεταχειρισμένα βιβλία κ.ο.κ. Το σοκ και η αρνητική διάθεση προς το βιβλίο ξεκίνησε όταν διάβασα την εξής πρόταση: το μόνο «σκουπίδι» στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου ήταν τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας. Όχι ότι είμαι ο πιο πιστός και γνώστης φαν του είδους, αλλά ό,τι έχω διαβάσει σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι είναι σκουπίδι. Ρωτήστε και κάποιους - αρκετούς φίλους μου.

Εν κατακλείδι φυσικά και μου άρεσαν κάποια κείμενα και ταυτίστηκα σε σημεία, αλλά το ύφος της Fadiman είναι λίγο ψωνισμένο. Μιας και το βιβλίο είναι αυτοβιογραφικό, μέχρι το τέλος είχα πια κουραστεί να διαβάζω για το πόσο φοβερή είναι όλη η οικογένειά της και πόσο πολύ αγαπούν τα βιβλία. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι όποιος δεν διαβάζει, από μικρός μέχρι το προτελευταίο στάδιο τύφλωσης (όπως ο πατέρας της), καλύτερα να πέσει στον Καιάδα. Βρίσκω ότι κάνει την έξυπνη, χρησιμοποιεί αρκετά εξεζητημένο λεξιλόγιο και προσπαθεί να γίνει αστεία μέσα από έναν ελιτισμό του έμπειρου αναγνώστη απέναντι σε όλους τους άλλους κοινούς θνητούς. Τα είπα και ησύχασα!