Η ανάγνωση είναι απόλαυση, μας ταξιδεύει
σε άλλους τόπους, φέρνει χαλάρωση ή/και διασκέδαση αλλά μπορεί να είναι και πηγή
κούρασης, ανίας, εξάντλησης, οργής ή τέλος πάντων όχι απόλαυσης. Διάβαζα
καταναγκαστικά για το σχολείο ή το πανεπιστήμιο κείμενα και βιβλία ολόκληρα που
δεν μου άρεσαν αλλά έπρεπε, γιατί ήταν μέρος της εξεταστέας ύλης. Αργότερα σε επαγγελματικό επίπεδο και πάλι
έπρεπε να διαβάσω κείμενα που μου προκαλούσαν ανία (ή να δω βαρετές ταινίες) και
το έκανα γιατί πληρωνόμουν. Άρα με αυτή τη λογική θα έπρεπε στον ελεύθερο χρόνο
μου να διαβάζω μόνο ό,τι απολαμβάνω και να παρατάω στη μέση τα υπόλοιπα αφού
κανείς δεν με εξετάζει σε αυτά ή δεν με πληρώνει.
Υπάρχει όμως ένας έντονος
ψυχαναγκασμός σε μένα αλλά και σε πολλούς φίλους και γνωστούς να τελειώνουμε το
βιβλίο που αρχίσαμε. Διάφορες δικαιολογίες προκύπτουν προκειμένου να συνεχίσουμε
την αυτοκαταπίεσή μας: «Έχω φτάσει στη μέση και δεν μπορώ να το παρατήσω», «Μπορεί
να βελτιωθεί στην πορεία», «Μα είναι τόσο κακό που θέλω να δω πού το πάει», «Μου
το έκανε δώρο η θεία μου και θα προσβληθεί αν δεν το τελειώσω», «Το έχει γράψει
η θεία μου και θα προσβληθεί αν δεν το τελειώσω.» «Πώς θα μπει στη λίστα με τα
διαβασμένα αν δεν το τελειώσω» κ.α.
Φυσικά ένας λόγος για να διαβάζει κανείς ακόμα και αυτά που δεν
τον ευχαριστούν είναι η δυνατότητα να παινευτεί μετά στους φίλους ή όπου τύχει
να συζητούν για τον «Οδυσσέα» του Τζόυς και να μπορεί να πει την άποψή του. Ευτυχώς
πρόσφατα απόλαυσα πολύ το «Αδελφοί Καραμάζοφ» και έτσι μπορώ να παινεύομαι για αυτούς
χωρίς να έχω υποφέρει.
Ο Gabriel Zaid στο «So many books»
μιλάει για την τεράστια παραγωγή βιβλίων, μιας και όπως λέει κάθε τριάντα
δευτερόλεπτα εκδίδεται ένα καινούριο βιβλίο, και για τον περιορισμένο χρόνο που
έχουμε και άρα είναι σχεδόν αδύνατο να διαβάσουμε πάνω από το 0,01 της παγκόσμιας
παραγωγής. Το βιβλίο αυτό επιμελήθηκε το 2003 οπότε όλα αυτά τα νούμερα που
αναφέρει έχουν προφανώς αλλάξει με την παραγωγή να έχει σίγουρα διπλασιαστεί.
Η ζωή είναι μικρή, τα βιβλία είναι πολλά άρα θα πρότεινα να
μην διαβάσετε το «So many books»!
Αν δεν ήθελα να γράψω σώνει και καλά αυτό το κείμενο (άλλη μία προσωπική καταπίεση)
θα το είχα σίγουρα παρατήσει στη μέση κι ας είναι μόνο 144 σελίδες.
Εξηγεί γιατί εκδίδονται τόσα πολλά βιβλία, κυρίως επειδή το κόστος ενός βιβλίου είναι πολύ μικρότερο από αυτό μιας ταινίας ή μιας εφημερίδας και άρα είναι πιο εύκολο να πάρει κανείς το ρίσκο. Αναφέρει πως η ανθρωπότητα γράφει περισσότερο από όσο διαβάζει και κατηγορεί αυτούς που γράφουν κακογραμμένα βιβλία λέγοντας ότι δεν θα έπρεπε να εκδίδονται καν. Ο ίδιος έχει εκδώσει πάνω από 30 βιβλία και κανείς δεν τον έχει σταματήσει. Ευτυχώς από την άλλη λέει πως είναι πολύ καλό που υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλία, διαφορετικότητα και πολυφωνία στο χώρο του βιβλίου και δεν εκδίδονται μόνο τα ευπώλητα αλλά η μεγάλη παραγωγή βιβλίων γίνεται εφαλτήριο για διάλογο, ζωντάνια και έμπνευση.
Μιλάει πολύ για την τεχνολογία που έχει αναπτυχθεί -e-books, audio books, αγορές μέσω διαδικτύου-
αλλά που ουσιαστικά δεν έχει καταφέρει να πλήξει το χώρο του βιβλίου και των
βιβλιοπωλείων αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά και μάλλον υπέρ του τυπωμένου
βιβλίου. Ένα θέμα που έχουν θίξει πάρα πολλοί από το 2000 και μετά και μάλλον
πιο επιτυχημένα από τον Zaid.
Πολλές σελίδες πάνω στο πώς πρέπει να λειτουργεί ένας εκδοτικός
οίκος και πως πλέον το βιβλίο είναι πέρα από πολιτιστικό προϊόν και ένα εμπορικό
προϊόν και αυτό δεν είναι κακό μιας κι είναι αναπόφευκτο. Δίνει συμβουλές για
το πώς πρέπει να είναι στημένα τα βιβλιοπωλεία και εγώ τον διαβάζω και το μόνο
που σκέφτομαι είναι πόσο δύσκολος και απαιτητικός πελάτης θα είναι.
Υπάρχουν ενδιαφέροντα σημεία και ιδέες στο βιβλίο όπως το
κατά πόσο τα βιβλία μπορούν να επηρεάσουν την ιστορία και πάνω σ’ αυτό
αναρωτιέται αν η επανάσταση στην Κούβα έγινε επειδή ο Κάστρο διάβαζε Μαρξ. Το
βασικό πρόβλημα που κάνει το βιβλίο αυτό κουραστικό είναι η επανάληψη. Όλα όσα
ανέφερα παραπάνω τα λέει και τα ξαναλέει χωρίς λόγο. Αφήνει μία αίσθηση
απελπισίας σχετικά με το πόσα πολλά βιβλία υπάρχουν και πόσο λίγο χρόνο έχουμε αν
και λέει ότι το μόνο που μετράει είναι όχι το πόσα βιβλία θα διαβάσουμε αλλά αν
το διάβασμα μας κάνει σωματικά πιο ζωντανούς. Μετά το «So many books» ήμουν ένα ράκος.