Tuesday, 28 April 2020

Τόσα πολλά βιβλία...

Η ανάγνωση είναι απόλαυση, μας ταξιδεύει σε άλλους τόπους, φέρνει χαλάρωση ή/και διασκέδαση αλλά μπορεί να είναι και πηγή κούρασης, ανίας, εξάντλησης, οργής ή τέλος πάντων όχι απόλαυσης. Διάβαζα καταναγκαστικά για το σχολείο ή το πανεπιστήμιο κείμενα και βιβλία ολόκληρα που δεν μου άρεσαν αλλά έπρεπε, γιατί ήταν μέρος της εξεταστέας ύλης. Αργότερα σε επαγγελματικό επίπεδο και πάλι έπρεπε να διαβάσω κείμενα που μου προκαλούσαν ανία (ή να δω βαρετές ταινίες) και το έκανα γιατί πληρωνόμουν. Άρα με αυτή τη λογική θα έπρεπε στον ελεύθερο χρόνο μου να διαβάζω μόνο ό,τι απολαμβάνω και να παρατάω στη μέση τα υπόλοιπα αφού κανείς δεν με εξετάζει σε αυτά ή δεν με πληρώνει.

Υπάρχει όμως ένας έντονος ψυχαναγκασμός σε μένα αλλά και σε πολλούς φίλους και γνωστούς να τελειώνουμε το βιβλίο που αρχίσαμε. Διάφορες δικαιολογίες προκύπτουν προκειμένου να συνεχίσουμε την αυτοκαταπίεσή μας: «Έχω φτάσει στη μέση και δεν μπορώ να το παρατήσω», «Μπορεί να βελτιωθεί στην πορεία», «Μα είναι τόσο κακό που θέλω να δω πού το πάει», «Μου το έκανε δώρο η θεία μου και θα προσβληθεί αν δεν το τελειώσω», «Το έχει γράψει η θεία μου και θα προσβληθεί αν δεν το τελειώσω.» «Πώς θα μπει στη λίστα με τα διαβασμένα αν δεν το τελειώσω» κ.α.  

Φυσικά ένας λόγος για να διαβάζει κανείς ακόμα και αυτά που δεν τον ευχαριστούν είναι η δυνατότητα να παινευτεί μετά στους φίλους ή όπου τύχει να συζητούν για τον «Οδυσσέα» του Τζόυς και να μπορεί να πει την άποψή του. Ευτυχώς πρόσφατα απόλαυσα πολύ το «Αδελφοί Καραμάζοφ» και έτσι μπορώ να παινεύομαι για αυτούς χωρίς να έχω υποφέρει.

So Many Books: Reading and Publishing in an Age of Abundance: Zaid ...Ο Gabriel Zaid στο «So many books» μιλάει για την τεράστια παραγωγή βιβλίων, μιας και όπως λέει κάθε τριάντα δευτερόλεπτα εκδίδεται ένα καινούριο βιβλίο, και για τον περιορισμένο χρόνο που έχουμε και άρα είναι σχεδόν αδύνατο να διαβάσουμε πάνω από το 0,01 της παγκόσμιας παραγωγής. Το βιβλίο αυτό επιμελήθηκε το 2003 οπότε όλα αυτά τα νούμερα που αναφέρει έχουν προφανώς αλλάξει με την παραγωγή να έχει σίγουρα διπλασιαστεί.

Η ζωή είναι μικρή, τα βιβλία είναι πολλά άρα θα πρότεινα να μην διαβάσετε το «So many books»! Αν δεν ήθελα να γράψω σώνει και καλά αυτό το κείμενο (άλλη μία προσωπική καταπίεση) θα το είχα σίγουρα παρατήσει στη μέση κι ας είναι μόνο 144 σελίδες.

Εξηγεί γιατί εκδίδονται τόσα πολλά βιβλία, κυρίως επειδή το κόστος ενός βιβλίου είναι πολύ μικρότερο από αυτό μιας ταινίας ή μιας εφημερίδας και άρα είναι πιο εύκολο να πάρει κανείς το ρίσκο. Αναφέρει πως η ανθρωπότητα γράφει περισσότερο από όσο διαβάζει και κατηγορεί αυτούς που γράφουν κακογραμμένα βιβλία λέγοντας ότι δεν θα έπρεπε να εκδίδονται καν. Ο ίδιος έχει εκδώσει πάνω από 30 βιβλία και κανείς δεν τον έχει σταματήσει. Ευτυχώς από την άλλη λέει πως είναι πολύ καλό που υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλία, διαφορετικότητα και πολυφωνία στο χώρο του βιβλίου και δεν εκδίδονται μόνο τα ευπώλητα αλλά η μεγάλη παραγωγή βιβλίων γίνεται εφαλτήριο για διάλογο, ζωντάνια και έμπνευση.  

Μιλάει πολύ για την τεχνολογία που έχει αναπτυχθεί -e-books, audio books, αγορές μέσω διαδικτύου- αλλά που ουσιαστικά δεν έχει καταφέρει να πλήξει το χώρο του βιβλίου και των βιβλιοπωλείων αλλά λειτουργούν συμπληρωματικά και μάλλον υπέρ του τυπωμένου βιβλίου. Ένα θέμα που έχουν θίξει πάρα πολλοί από το 2000 και μετά και μάλλον πιο επιτυχημένα από τον Zaid.

Πολλές σελίδες πάνω στο πώς πρέπει να λειτουργεί ένας εκδοτικός οίκος και πως πλέον το βιβλίο είναι πέρα από πολιτιστικό προϊόν και ένα εμπορικό προϊόν και αυτό δεν είναι κακό μιας κι είναι αναπόφευκτο. Δίνει συμβουλές για το πώς πρέπει να είναι στημένα τα βιβλιοπωλεία και εγώ τον διαβάζω και το μόνο που σκέφτομαι είναι πόσο δύσκολος και απαιτητικός πελάτης θα είναι.

Υπάρχουν ενδιαφέροντα σημεία και ιδέες στο βιβλίο όπως το κατά πόσο τα βιβλία μπορούν να επηρεάσουν την ιστορία και πάνω σ’ αυτό αναρωτιέται αν η επανάσταση στην Κούβα έγινε επειδή ο Κάστρο διάβαζε Μαρξ. Το βασικό πρόβλημα που κάνει το βιβλίο αυτό κουραστικό είναι η επανάληψη. Όλα όσα ανέφερα παραπάνω τα λέει και τα ξαναλέει χωρίς λόγο. Αφήνει μία αίσθηση απελπισίας σχετικά με το πόσα πολλά βιβλία υπάρχουν και πόσο λίγο χρόνο έχουμε αν και λέει ότι το μόνο που μετράει είναι όχι το πόσα βιβλία θα διαβάσουμε αλλά αν το διάβασμα μας κάνει σωματικά πιο ζωντανούς. Μετά το «So many books» ήμουν ένα ράκος.

Monday, 6 April 2020

«Πάντα φανταζόμουν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης» Χόρχε Λουίς Μπόρχες


Με τον Μπόρχες συμφωνεί και ο  Jacques Bonnet και γράφει αυτό το βιβλίο σχετικά με τις βιβλιοθήκες, την αγάπη της ανάγνωσης και διάφορα ανέκδοτα περί αυτών. 9 αρκετά ενδιαφέροντα κεφάλαια όπου μαθαίνουμε πολλές ιστορίες όπως το μύθο για τον Charles Valentin Arkan που καταπλακώθηκε από τη βιβλιοθήκη του και πέθανε. Φαντάζομαι τη μαμά μου κάθε πρωί να χαίρεται που δε με έβρισκε θαμμένη κάτω από τα μίκυ μάους, τα Αστερίξ και την Ελληνική Μυθολογία που επέμενα να κατοικούν στα ράφια πάνω από το κεφάλι μου κυρίως για εύκολη πρόσβαση.

Συλλέκτες που επικεντρώνονται σε συγγραφείς που το επίθετό τους αρχίζει από Β ή έχουν το ίδιο μικρό όνομα με τον συλλέκτη. Μανιακοί αναγνώστες που διαβάζουν και κρατούν ό,τι πέσει στα χέρια τους. Εμείς οι υπόλοιποι που αγοράζουμε ό,τι μας αρέσει, όποιο εξώφυλλο μας γυαλίσει, δεχόμαστε ό,τι μας χαρίζουν ή έχουμε την τύχη να δουλεύουμε σε βιβλιοπωλεία και να παίρνουμε κοψοχρονιά ό,τι είναι σε καλή κατάσταση.

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΓΕΜΑΤΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
Φυσικά εδώ προκύπτει το πρώτο θέμα του πώς θα τα χωρέσουμε όλα στο σπίτι μας. Η λύση είναι βιβλιοθήκες και ράφια που στο πέρασμά τους εκτοπίζουν πίνακες, μπιμπλό και άδειους τοίχους. Δεύτερο θέμα και πιο σοβαρό (ακόμα και για μας που δεν διαθέτουμε 40.000 τόμους) αυτό της ταξινόμησης. Το παν είναι να μπορείς να βρεις ένα βιβλίο όταν το χρειάζεσαι. Διάφοροι τρόποι και διάφορες σχολές με αγαπημένες αναφορές τη συντηρητική κυρία βικτωριανής κοινωνίας που δεν γειτνιάζει άνδρες και γυναίκες συγγραφείς παρεκτός αν είναι παντρεμένοι ή ο ήρωας του «Χάρτινου Σπιτιού» που δεν βάζει δίπλα δίπλα συγγραφείς που δεν τα πήγαιναν καλά στην πραγματική τους ζωή. Ο Jacques μιλά και για την ταξινόμηση των cds και dvds ενώ σήμερα εμείς οι hipsters ταξινομούμε κατά είδος και μετά αλφαβητικά τα βινύλιά μας. Ίδιο πράγμα.

Κι αφού ταξινομήσουμε τη δική μας βιβλιοθήκη με τον τρόπο που θεωρούμε τον καλύτερο υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουμε πολύ επικριτικοί και παρεμβατικοί όποτε επισκεπτόμαστε άλλα σπίτια και θέλουμε να διορθώνουμε τα ανάποδα βιβλία στη βιβλιοθήκη ή να σχολιάζουμε τη λάθος (κατ’ εμάς) σειρά. Μεγάλη χαρά μου έδωσε πρόσφατα ο φίλος μου ο Αντρέας που μετακόμισε και μου ανέθεσε την οργάνωση των βιβλίων του. Έκτοτε, όποτε πάω σπίτι του κοιτάζω τις βιβλιοθήκες του "στα μάτια" μη μου έχει χαλάσει τη σειρά.

Ο Bonnet μιλά ακόμα για τα βιβλία που κάθονται χρόνια στα ράφια και τα θυμάσαι εντελώς τυχαία την ώρα του ξεσκονίσματος ή σε φάση καραντίνας που και ξεσκονίζεις πιο συχνά και χαζεύεις τη βιβλιοθήκη σχεδόν καθημερινά και επιτέλους τα εντοπίζεις. «Η αλήθεια είναι ότι ξεχνάμε το μεγαλύτερο μέρος όσων διαβάζουμε» έτσι όπως τα λέει παθαίνω κι εγώ. Μιλάς για ένα βιβλίο χρόνια μετά την ανάγνωσή του και το συστήνεις ανεπιφύλακτα στο  φίλο σου μόνο επειδή θυμάσαι ότι σου άρεσε και σου άφησε μια ωραία αίσθηση. Επίσης συμβαίνει αν ξαναδιαβάσεις ένα βιβλίο να σου δώσει τελείως καινούριες πληροφορίες που είχες παραμελήσει ή να σε απασχολήσουν άλλοι χαρακτήρες ή να σου φανεί τελικά πιο βαρετό από ό,τι θυμόσουν και να παίρνεις το φίλο σου να ζητήσεις συγγνώμη για τη σύσταση.

30 ΜΑΪΟΥ 2017: ΝΕΑΝΙΚΗ- ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ | αntidotoΠώς και πού διαβάζουμε? Παντού και σε οποιαδήποτε στάση θα πει ο Bonner  και θα συμφωνήσω ότι υπάρχουν βιβλία που θυμάσαι πού ακριβώς τα διάβασες ή σε ποια ψυχολογική κατάσταση ήσουν. Από τα πρώτα βιβλία που θυμάμαι πολύ έντονα είναι «Η αόρατη σελίδα» της Άλκης Γουλίμη που διάβαζα στην καμπίνα του πλοίου εν πλω προς νησάκι για οικογενειακές διακοπές με τους γονείς και τον αδελφό μου και ήμουν απόλυτα χαρούμενη. Φυσικά δεν θυμάμαι τίποτα από την ιστορία του βιβλίου παρά μόνο πάρα πολύ έντονα το εξώφυλλο της σκληρόδετης έκδοσης.


Λίστες: εγώ καταγράφω τα βιβλία που έχω διαβάσει, ο Bonnet τα βιβλία που θέλει να διαβάσει, ο αδελφός μου τα βιβλία που έχει στην κατοχή του και ο Χένρυ Μίλλερ τους ανθρώπους που του έχουν χαρίσει βιβλία. Όλες εξαιρετικές!

Στο «Βιβλιοθήκες γεμάτες φαντάσματα» αναλύεται η ιδέα ότι στα βιβλία έχουμε αληθινά και φανταστικά πρόσωπα και στην ουσία τα πρώτα είναι οι ήρωες των βιβλίων και τα δεύτερα οι συγγραφείς τους. Ξέρουμε πολλά για τον Οδυσσέα, τον Αινεία ή τον Δον Κιχώτη αλλά ελάχιστα για τον Όμηρο, τον Βιργίλιο ή τον Θερβάντες. Όντως ξέρουμε πολλά και έχουμε και δικαίωμα να φανταστούμε άλλα τόσα, να ερμηνεύσουμε πράξεις τους, να τους αγαπήσουμε ή να τους μισήσουμε με βάση αυτά που έκαναν. Ενώ με τους συγγραφείς, πολλούς καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου και ακόμα και με σύγχρονούς μας σπάνια γνωρίζουμε πολλά για αυτούς. Πέρα από τις περιπτώσεις που κυνηγούν τη δημοσιότητα, εκφράζουν πολιτικές απόψεις και απογοητεύουν (ονόματα δε λέμε αλλά τη Σώτη και τον Πέτρο κάποτε, όταν παρέμεναν φανταστικοί, τους αγαπούσα πολύ).

Οι κίνδυνοι που απειλούν δημόσιες κι ιδιωτικές βιβλιοθήκες, ο Πεσσόα που δεν έγινε ποτέ βιβλιοθηκάριος, ο Faulkner που ήταν Faukner και τόσα άλλα ενδιαφέροντα γραμμένα από έναν άνθρωπο που είναι ερωτευμένος με την ανάγνωση, τα βιβλία και τη βιβλιοθήκη του. Σε κάποια σημεία γίνεται κουραστικός όπως όταν απαριθμεί όλα τα λεξικά που έχει στην κατοχή του ή αναφέρει άπειρα ονόματα και τίτλους, αλλά καταφέρνει να μεταδώσει την αίσθηση ευτυχίας που δίνουν τα βιβλία, να μας κάνει να ζηλέψουμε την πλούσια βιβλιοθήκη του αλλά και να τον θεωρήσουμε λίγο υπερβολικό όταν λέει πως «μακριά από τη βιβλιοθήκη μου νιώθω ανάπηρος».