Friday 25 August 2023

Η τέχνη της αποχής από την ανάγνωση κατά τον Schopenhauer

Μικρό βιβλιαράκι μόλις 29 σελίδων, το νούμερο 10β της συμπαθέστατης σειράς της Άγρας, «ο άτακτος λαγός» και με καλό μέγεθος γραμματοσειράς το οποίο είναι σημαντικό τόσο για τον Schopenhauer όσο και για όλους εμάς που μεγαλώνουμε. Θα ήθελα εδώ να αναφέρω πόσο δύσχρηστη και ακαλαίσθητη και παλιακιά είναι η ιστοσελίδα τους, κάτι που δεν ταιριάζει στη συγκεκριμένη ανάρτηση αλλά ήθελα να το πω. Τόσα λεφτά βγάζουν, έναν web designer δεν μπορούν να πάρουν; Τέλος πάντων, ας μπούμε στο θέμα μας:

Το πολύ διάβασμα αποβλακώνει! Έτσι, λέει ο Schopenhauer, εμείς οι διαβαστεροί χάνουμε τη δυνατότητα να σκεφτόμαστε μόνοι μας. Θυμίζει κάτι παλιές νοοτροπίες κάποιων ανθρώπων που βλέπουν κόσμο να διαβάζει και λένε: καλέ, αυτός θα χαζέψει από το πολύ διάβασμα. Προκλητική δήλωση. Τη βελτιώνει λιγάκι λέγοντας παρακάτω ότι πρέπει να κάνουμε κενά ανάμεσα στην ανάγνωση για να απορροφούμε ό,τι διαβάσαμε και να ριζώσουν τα νοήματα μέσα μας. Ούτε καν ένας συγγραφέας δεν πρέπει να διαβάζει συνέχεια παρά μόνο ενώ η αγαπημένη Ούρσουλα Λεγκέν συστήνει "βουλιμική" ανάγνωση. Εγώ την Ούρσουλα θα πιστέψω.  

Στη συνέχεια αναφέρεται στο αναρίθμητο πλήθος κακών βιβλίων που υπάρχουν, αλλά ποιος είναι αυτός που αποφασίζει ποια είναι τα κακά βιβλία; Αυτά, λοιπόν, τα «κακά βιβλία» είναι άχρηστα και βλαβερά και έχουν σκοπό το χρήμα και τη δόξα μόνον. Ένα κόλπο να χειραγωγούν ολόκληρο των εκλεπτυσμένο κόσμο και, ωραία τα λέει εδώ, έχουν εκπαιδεύσει τους πάντες να διαβάζουν όλοι συγχρόνως το ίδιο βιβλίο, ώστε να έχουν τροφή για συζήτηση στους κύκλους τους. Τρανό παράδειγμα, θα πω εγώ, το Fifty shades of Grey ή στα ελληνικά δεδομένα Το δώρο του προσφάτως συλληφθέντος Ξενάκη. Κανένα από τα δύο δεν έχω διαβάσει αλλά και τα δύο τα έχω ξεφυλλίσει γιατί όπως λέει έχουν συνωμοτήσει συγγραφείς, εκδότες, βιβλιοκριτικοί και βιβλιοπώλες να βρίσκονται παντού μπροστά μας. Από την άλλη σε κάποιους άρεσαν. Κακό είναι αυτό; Μεγάλη κουβέντα. Σε κάθε εποχή κάποια βιβλία είναι της μόδας, λέει ούτε λίγο ούτε πολύ, και ο κόσμος αναλώνεται σε αυτά αντί να διαβάζει τα κλασικά αριστουργήματα ίσως άλλων εποχών. Άρα, καταλήγει, η λύση είναι η αποχή από την ανάγνωση! Πάλι προκαλεί. Αυτό που εννοεί είναι αποχή από τη μόδα και τα βιβλία που κυριαρχούν και να διαβάζουμε μόνο αυτά των μεγάλων μυαλών. «Τα κακά βιβλία είναι δηλητήριο για τη νόηση». Έχει δίκιο στο ότι η ζωή είναι μικρή και δεν έχουμε χρόνο για όλα τα βιβλία οπότε πρέπει να διαβάζουμε μόνο τα καλά. Ναι, βρε Arthur, αλλά καμιά φορά την πατάμε, για να ευχαριστήσουμε έναν φίλο που μας έκανε δώρο μια πατάτα, για να έχουμε άποψη για κάτι επίκαιρο, γιατί δεν υπήρχε κάτι άλλο στη δανειστική βιβλιοθήκη των διακοπών μας, γιατί απλώς αυτή τη βλακεία θέλαμε εκείνη τη στιγμή να διαβάσουμε, ε μα πια!

Έχει μια μανία και λύσσα με αυτά των κλασικών. Αυτούς να διαβάζουμε και όχι σύγχρονα βιβλία που μιλάνε για αυτούς όπως κάνει το «ηλίθιο κοινό». Έχει μια εμμονή με τους αρχαίους κλασικούς, τη γλώσσα και το μυαλό τους και την εκφράζει με υπερβολές όπως ότι αυτά σβήνουν τη δίψα μας ωσάν τα καθάρια νερά της ορεινής πηγής. Διακρίνει τη μόνιμη και την εφήμερη λογοτεχνία. Δώδεκα έργα ανά αιώνα μπορεί να παράξει η Ευρώπη που θα μείνουν  και θα είναι μόνιμα και όλα τα άλλα απλώς κάνουν θόρυβο αλλά ξεχνιούνται. Δώδεκα μου φαίνονται πολύ λίγα, αγαπητέ Arthur και θα διαφωνήσω.

Στη συνέχεια ασχολείται με το αιώνιο πρόβλημα του χρόνου που δεν είναι αρκετός. Μιλάει για ένα σύστημα ιδεών που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν και γι’ αυτό δεν αφομοιώνουν ό,τι διαβάζουν. Τονίζει τη σημασία της δεύτερης ανάγνωσης των σημαντικών βιβλίων. Καλά τα λέει εδώ αλλά προσωπικά ελάχιστα βιβλία έχω διαβάσει δις και αυτό τελευταία κατά λάθος. Μου συνέβη όμως την προηγούμενη βδομάδα με ένα εξαιρετικό βιβλίο του Georges Simenon που το βρήκα στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, το διάβασα με μεγάλη χαρά και όταν γύρισα σπίτι μου, βρήκα ένα αντίγραφο και στη δικιά μου βιβλιοθήκη που μέσα είχα σημειώσει ότι το διάβασα τέσσερα χρόνια νωρίτερα και ευτυχώς πάλι μου είχε αρέσει. Άρα, δεν το είδα υπό διαφορετικό φως ούτε με αλλιώτικη διάθεση μάλλον απλά πέρασα καλά λίγες ώρες και πάλι. Ευτυχώς δεν ήταν μεγάλο. Δεν πειράζει… Παρακάτω λέει ότι είναι θεμιτό να διαβάζουμε βιβλία συγγραφέων που δεν θα θέλαμε να συναναστραφούμε. Το επιχείρημα είναι ότι από το έργο του όλο και κάτι μπορούμε να κερδίσουμε ενώ από τη πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση μάλλον όχι. Δεν κατάλαβα πολύ καλά τη λογική του αλλά θα την κρατήσω για περιπτώσεις όπως του Χωμενίδη (ας μην ξαναμιλήσω για την Σώτη εδώ αφού έχω απαρνηθεί το έργο της έτσι κι αλλιώς).

Στη συνέχεια αναπτύσσει μια θεωρία ότι σχεδόν κάθε τριάντα χρόνια το επιστημονικό, λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό πνεύμα των καιρών καταρρέει. Αυτό σημαίνει ότι το έχω ήδη δει μία φορά τουλάχιστον να καταρρέει και θα το ξαναδώ, ελπίζω. Αλλά πότε ήταν, πού, είναι η τραπ αυτό που θα φέρει την κατάρρευση, είναι η Δημουλίδου, δεν καταλαβαίνω! Μετά κάνει μια φιλοσοφική ανάλυση που λίγο με έχασε αλλά φιλόσοφος είναι ο άνθρωπος, τι να κάνει. Καταλήγει με την τραγική ιστορία της λογοτεχνίας εννοώντας όλους εκείνους τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που παραγνωρίστηκαν στον καιρό τους, έζησαν μέσα στη φτώχεια κ.λπ. και αναγνωρίστηκαν ως σπουδαίοι πολύ μετά τον θάνατό τους. Λέει πως οι σπουδαίοι δεν συμμετέχουν στην πλανητική τροχιά κάθε εποχής που είναι γεμάτη λαθεμένες διαδρομές αλλά απέχουν και γι’ αυτό και δεν επιδοκιμάζονται από τους σύγχρονούς τους.

Ωραία τα λέει γενικώς αλλά λίγο αφοριστικά σαν να κατέχει την απόλυτη γνώση και τη σωστότερη σκέψη. Πεσιμιστής φιλόσοφος με κακές οικογενειακές σχέσεις, τι περιμένεις; Κάποτε η μανούλα του του έγραψε ένα γράμμα που του έλεγε ότι είναι ένα βάρος και αφόρητο να ζει κανείς μαζί του! Προφανώς είχε τα προβληματάκια της κι αυτή αλλά όλο και κάτι κουσουράκια θα του άφησε και του Arthur, ίσως με το μικρότερο από αυτά το μισογυνισμό του.  



Monday 27 December 2021

Το άγνωστο άγνωστο

Ένα μικρούλι κειμενάκι για ένα τοσοδούλι βιβλιαράκι που όμως δεν είναι διαμαντάκι! Το βασικό θέμα είναι η ιδέα του άγνωστου άγνωστου. Αυτό που ξέρουμε ότι υπάρχει αλλά δεν το έχουμε διαβάσει, δει, επισκεφτεί είναι το γνωστό άγνωστο. Αυτό που δεν ξέρουμε καν ότι υπάρχει και άρα δεν το έχουμε διαβάσει κ.λπ. είναι το άγνωστο άγνωστο.  Και το όλο θέμα του είναι ότι αυτό το εντελώς άγνωστο το βρίσκεις μόνο σε βιβλιοπωλεία και όχι στο ίντερνετ. Πιο ιντερνετοαρνητικός κι από μένα, ενώ θέλοντας να τονίσει το επιχείρημά του κάπως υπερβάλει. 

Το τυχαίο στο βιβλιοπωλείο ισχύει και εξαρτάται και από το χώρο και τους υπαλλήλους και από το χρόνο, τη διάθεση και το χρήμα. Στην έκθεση βιβλίου στο Ζάππειο, έχοντας περιορισμένο χρόνο στη διάθεσή μου, πέρναγα γρήγορα από τους πάγκους και σταματούσα μόνο σε ό,τι μου τράβαγε το μάτι. Έτσι αγόρασα αυτό το μικρούλι του Forsyth. Είναι μέρος σειράς, τώρα μελετάμε το νούμερο 11, οπότε όλα μαζί ήταν τόσο χαριτωμένα και φτηνά που χωρίς σκέψη αγόρασα τρία. Άρα το καλό βιβλιοπωλείο που παινεύει μπορεί και να είναι και οποιοδήποτε άλλο μέρος για να κάνεις την ανακάλυψή σου.


Στο βιβλιοπωλείο, λοιπόν, λέει, ότι θα βρεις το κάτι παραπάνω από αυτό που θα ζητήσεις και μπορείς και να το κρίνεις μόνο απ’ το εξώφυλλό του. Και βέβαια μπορείς. Και μόνο από το πόσο χρόνο και κόπο ξόδεψαν κάποιοι γραφίστες, σχεδιαστές, συγγραφείς, εκδότες για να το φτιάξουν είναι λογικό να θεωρούμε ότι σίγουρα μας δίνει κάποια στοιχεία για το εσωτερικό του. Μια φίλη συγγραφέας έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα για τη Βενετία του 16ου αιώνα. Στο εξώφυλλο διάλεξε να μπει ο πίνακας του Τιτσιάνο Πορτραίτο του Αριόστο, γιατί και η όλη υπόθεση κάπως σχετιζόταν με τον πίνακα. Όταν ήρθε η ώρα για την έκδοση με το μαλακό εξώφυλλο, ο εκδοτικός χωρίς να τη ρωτήσει άλλαξε τον τίτλο του βιβλίου και το εξώφυλλο και αντικατέστησε τον πίνακα με μία γυναικεία μορφή με εντυπωσιακά ρούχα εποχής. Αυτό άλλαξε τα πάντα. Η πρόθεση της συγγραφέως εξαφανίστηκε και τη θέση της πήρε η πρόβλεψη του εκδοτικού για μεγαλύτερο κέρδος. Ναι, οι φραμπαλάδες στην κοπέλα θα πουλούσαν περισσότερο από τον μουσάτο τύπο με το μπλε μανίκι!

Ο Forsyth κάπου μέσα στις 20 σελίδες προλαβαίνει να μιλήσει και για τη βιβλιομαντεία, Sortes Homericae και Sortes Vigilianae ονόμαζαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι τη διαδικασία κατά την οποία άνοιγαν τυχαία Όμηρο ή Βιργίλιο και ο πρώτος στίχος που έβρισκαν θα προέβλεπε και τη μοίρα τους. Ωραίο και σίγουρο. Είναι σαν αυτό που κάνει ο Γιαννακόπουλος στο Εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη που κάθε πρώτη μέρα του χρόνου κάνει περίπου το ίδιο.  

Μιλάει για καλό βιβλιοπωλείο και για την τέχνη του βιβλιοπώλη να μην έχει κακά βιβλία προς πώληση. Ε, τώρα! Ποια είναι τα κακά βιβλία, one mans trash is another mans treasure δε λένε; Άρα για τον Mark το καλό βιβλιοπωλείο είναι μικρό και επιλεκτικό. Δεν είμαι σίγουρη ότι συμφωνώ. Προτιμώ σίγουρα τα μικρά με την έννοια του ανεξάρτητου και όχι της αλυσίδας και με την αίσθηση του coziness που έχουν, αλλά μου καλαρέσουν και τα μεγάλα βιβλιοπωλεία που χάνεσαι.

Γενικώς προσπαθεί να κάνει χιούμορ αλλά τα πάει πολύ άσχημα, άκομψα και άβολα. Κάποιες φορές δεν είμαι εντελώς σίγουρη αν είναι λίγο κακή η μετάφραση ή κακός ο συγγραφέας. Μικρό, γρήγορο, μία κούπα τσάι θέλει, ευχάριστο, με καλά στοιχεία αλλά και εξυπνακίστικο, λίγο απόλυτο και ξερολίστικο. Μόνο μία συμβουλή του θα κρατήσω, το να μην μένουμε κολλημένοι στους συγγραφείς που ξέρουμε κι εμπιστευόμαστε και να δοκιμάζουμε καινούργια πράγματα. Μέχρι εκεί.  

Tuesday 9 November 2021

Σκέψη του Perec / Ταξινόμηση των πάντων / 19 χρόνια και 9 μήνες από τον θάνατό του

O Georges Perec είναι μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψή μου και έχει εξελιχθεί σε έναν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς της τελευταίας περιόδου... Έτσι είχα ξεκινήσει να γράφω αυτό το κείμενο το 2010 και για κάποιο λόγο ποτέ δεν το τελείωσα μέχρι τώρα, 11 χρόνια μετά. Έλεγα λοιπόν… Ξεκίνησα το πρώτο (για μένα) βιβλίο του κάνοντας διακοπές στη Μυτιλήνη το καλοκαίρι του 2009 με παρέα καλών φίλων. Ποιο παπάκι με νικέλινο τιμόνι στο προαύλιο; Από μόνος του ο τίτλος είναι αρκετός για να θέλει κανείς να διαβάσει αυτό το εξαιρετικό βιβλίο. Παρ’ όλα αυτά, η φίλη Ελίζα είχε αντίρρηση (και δίκιο είχε) ως προς τη ελληνική μετάφραση του γαλλικού τίτλου σχετικά με το “velo” και το «παπάκι» αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες και γενικώς θεωρώ πως και η Λίζυ Τσιριμώκου και κυρίως ο Αχιλλέας Κυριακίδης έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά στην περίπτωση του Perec.

Λίγα λόγια για τον Georges

Συμπαθέστατος δεν φαίνεται; Είναι που προσωπικά μου αρέσουν και τα τριχωτά πρόσωπα αλλά όπως και να το κάνουμε φαίνεται πολύ γλυκός και προσηνής! Δεν ήταν μόνο συγγραφέας, έγραφε έργα για το ραδιόφωνο αλλά και σκηνοθετούσε ταινίες ενώ το καλύτερο που έχω να πω είναι ότι από το 1976 και μετά (δηλαδή όχι και πάρα πολύ μια και πέθανε το 1982) έφτιαχνε τα σταυρόλεξα για το εβδομαδιαίο περιοδικό Le Point κάτι παρόμοιο με το αμερικάνικο Newsweek!

Γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου του 1936 και πέθανε μόλις 45 ετών ο άμοιρος. Ξεκίνησε τη ζωή του στο Παρίσι, παιδί πολωνοεβραίων που είχαν εξαιρετικά κακή μοίρα, θάνατος στο μέτωπο για τον πατέρα και στο Άουσβιτς για τη μητέρα και έτσι ο Georges μεγάλωσε με τους θείους του. Πέρασε από τη Σορβόννη σπουδάζοντας, έκανε το χρέος του στην πατρίδα πηγαίνοντας στο στρατό, παντρεύτηκε την αγαπημένη του Paulette Petras, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει σε ηλικία 25 ετών και τελικά πέθανε πρεσβύωπας και με καρκίνο στον πνεύμονα στα 45.

Όσον αφορά αυτό καθαυτό τον τρόπο γραφής του, είναι γεμάτος λογοπαίγνια και άρα άμεσα αναγνωρίσιμος. Μέγας ουλιπογράφος, σημαντικό μέλος αυτής της γαλλόφωνης κυρίως ομάδας λογοτεχνών και μαθηματικών που πειραματιζόταν στη λογοτεχνία. Ένα από τα παιχνίδια του ήταν αυτό του constrained writing - τεχνική γραφής όπου ο συγγραφέας πρέπει να υποτάσσεται σε συγκεκριμένους κανόνες. Το έργο του La disparition είναι ένα λειπόγραμμα (ή λιπόγραμμα) αφού μέσα σε 300 σελίδες δεν υπάρχει ούτε μία φορά το γράμμα e, πράγμα που φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο στη γαλλική γλώσσα. Σε άλλο βιβλίο του το e είναι το μόνο φωνήεν που χρησιμοποιείται –  λογικό που αυτά δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά.

Το τελευταίο μου ανάγνωσμα και η αφορμή για να ολοκληρώσω αυτό το μίνι αφιέρωμα είναι το Σκέψη/Ταξινόμηση, μία συλλογή αυτοβιογραφικών δοκιμίων με λίστες, λίστες, λίστες! Όλοι τις κάνουμε. Για να πάμε στο σούπερ μάρκετ, να πάρουμε μια απόφαση ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, λίστα με βιβλία μέχρι και λίστα με λίστες. Άσε που εκτός απ’ το να τις φτιάχνουμε χρησιμοποιούμε και έτοιμες καθημερινά όπως τον τηλεφωνικό κατάλογο ή το λεξικό. Όλη αυτή η λεπτομερής καταγραφή και περιγραφή των πάντων ενώ φαντάζει βαρετή τελικά δεν είναι συνήθως. Ίσως γιατί ο τρόπος του Perec είναι απλός και άμεσος, και φυσικά γεμάτος χιούμορ. Μικρά κείμενα ευχάριστα και χαριτωμένα με τις άπειρες λίστες να φέρνουν για τον Perec μια ισορροπία στην άστατη και συγχυσμένη παιδική του ηλικία. Lordre dans le desordre που έλεγε κι η γιαγιά μου.

Ο ίδιος λέει ότι όλα τα βιβλία του είναι διαφορετικά και θέλει να γράψει όλα τα είδη που είναι δυνατόν να γραφτούν. Αν σκεφτούμε πόσο νέος πέθανε καλά τα πήγε παρ' όλο που δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ποτέ το παζλ της λογοτεχνίας – εξ ου και το εξώφυλλο του βιβλίου. Περιγράφει την τετράχρονη εμπειρία του (ψυχ)ανάλυσης με πολλές σημαντικές και ασήμαντες φαινομενικά λεπτομέρειες που τελικά συνθέτουν ένα εκπληκτικό κείμενο όπου νιώθω ότι ξεγυμνώθηκε ο Georges μπροστά μου και έγινε φίλος μου. Στη συνέχεια ακολουθούν δύο κεφάλαια που η αλήθεια είναι πως μου φάνηκαν τα πιο βαρετά, το ένα με τη σχολική ύλη της Ιστορίας που εντάξει ειρωνεύεται ίσως τη στείρα αποστήθιση αλλά τα έχουμε ζήσει κι εμείς αυτά, γιατί να πρέπει να τα αναβιώσουμε; Στο δεύτερο καταγράφει 81 συνταγές μαγειρικής όλες παραλλαγές τριών ή τεσσάρων βασικών. Ε, μετά τη δέκατη κουράστηκα.

Το επόμενο -και αγαπημένο μου- αφορά το θέμα της ανάγνωσης και μόνο: «την πρόσληψη του κειμένου από τον αναγνώστη». Ξεκινά από όλα όσα αφορούν το σώμα: πώς λειτουργούν τα μάτια μας ως βασικό όργανο πρόσληψης, τι κάνουν τα χείλη και το στόμα που εγώ σε δυσνόητα κείμενα ακόμα σιγοψιθυρίζω τι διαβάζω κι ας είναι κάπως αγοραίο, όπως λέει. Μετά είναι τα χέρια που έχουν καταδικαστεί μόνο στο να γυρίζουν τις σελίδες ενώ παλιά… ένας μικρός ύμνος στο χαρτοκόπτη, αλλά το θέμα των ξακρισμένων σελίδων, όπως θα θυμάστε (ή μήπως όχι;), το έχουμε αναλύσει εγώ κι ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος σε παλιότερη ανάρτηση. Τέλος, η στάση του σώματος όταν διαβάζουμε - έχω αλλάξει ήδη τρεις. Πολύ ωραία τα λέει σ’ αυτό το κεφάλαιο, χίλια μπράβο τού δίνω. Το πότε διαβάζουμε και πού (παντού) ενθαρρύνοντας τον αναγνώστη του να αφήσει την ανάγνωση να παρεισφρέει στις σχισμές της ενήλικης ζωής μας.

Στο έργο του ο Georges συνομιλεί συχνά με τους άλλους ουλιπογράφους είτε υπόδηλα είτε εντελώς φανερά αναφέροντας τον Καλβίνο και τον Queneau συχνά πυκνά στα κείμενά του. Δυστυχώς δεν έχω διαβάσει τους άλλους και δεν ξέρω αν κάνουν το ίδιο. Άρα στη λίστα μου με τα βιβλία προς ανάγνωση πρέπει να προσθέσω και κάποια έργα των άλλων δύο. Μα τι κούραση αυτή η καταγραφή, η κατηγοριοποίηση, η απογραφή των πάντων μα και τι ηδονή στη θέα τους!   

 

          Βιβλία του Georges Perec που έχουν εκδοθεί στα ελληνικά

  • Τα πράγματα – Μια ιστορία της δεκαετίας του ’60 (εκδ. Χατζηνικολή, μτφρ: Δέσποινα Ψάλλη – το πρώτο του)
  • Το υποσύνηθες (εκδ. Χατζηνικολή, μτφρ: Δημήτρης Ζορμπαλάς)
  • Ζωή: Οδηγίες Χρήσεως (εκδ. Ύψιλον, μτφρ: Αχιλλέας Κυριακίδης)
  • Ιδιωτική Πινακοθήκη: η ιστορία ενός πίνακα (εκδ. Ύψιλον, μτφρ: Αχιλλέας Κυριακίδης – εξαιρετικά βαρετό κατά τη γνώμη μου)
  • Γ. Γ.: Μια περιπέτεια της δεκαετίας του ’60 (εκδ. Χατζηνικολή, μτφρ: Τερέζα Βεκιαρέλλη
  • Ταξίδι στο χειμώνα (εκδ. Χατζηνικολή, μτφρ: Ιωάννα Κυριακοπούλου)
  • Γεννήθηκα (εκδ. Χατζηνικολή, μτφρ: Ιωάννα Κυριακοπούλου)
  • Η αύξηση (εκδ. Ύψιλον, μτφρ: Αχιλλέας Κυριακίδης – πολύ καλό!)
  • Ποιο παπάκι με νικέλινο τιμόνι στο προαύλιο (εκδ. Ύψιλον, μτφρ: Αχιλλέας Κυριακίδης – εξαιρετικό!)
  • Χορείες χώρων (εκδ. Ύψιλον, μτφρ: Αχιλλέας Κυριακίδης
  • Cantatrix sopranica L. και άλλα επιστημονικά συγγράματα (εκδ. Χατζηνικολή, μτφρ: Μπερναντέτ Ντελαέ-Μαζαράκη, Μίρκα Σκάρα
  • Σκέψη / ταξινόμηση (εκδ. Άγρα, μτφρ: Λίζυ Τσιριμώκου)
  • Η τέχνη και ο τρόπος να προσεγγίσεις τον προϊστάμενο της υπηρεσίας σου για να του ζητήσεις αύξηση (εκδ. Καστανιώτης, μτφρ: Τούλα Τόλια – δηλαδή δεν είναι το ίδιο με την Αύξηση που έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Ύψιλον παραπάνω;)
  • Έλις Άιλαντ (εκδ. Ύψιλον, μτφρ: Αχιλλέας Κυριακίδης
  • Ένας άνθρωπος που κοιμάται (εκδ. Ύψιλον, μτφρ: Αχιλλέας Κυριακίδης)

Monday 1 November 2021

50 αποχρώσεις βιβλιοφιλίας από τον Daniel Gray

Το Scribbles in the Margins είναι ένα πολύ ελκυστικό αισθητικά βιβλίο, με ωραίο χαρτί και σε βολικό μικρό σχήμα. Είναι από τα βιβλία που είναι δίπλα στο ταμείο και τα αγοράζεις επειδή περιμένεις στην ουρά και βαρέθηκες και αρχίζεις να ξεφυλλίζεις ό,τι σου βάλουν εκεί μπροστά και μια και το συγκεκριμένο είναι και χαριτωμένο και μιλάει και για βιβλία και νόμιζες ότι θα είναι και φτηνό, ε, αδύνατο να αντισταθείς.  

Ξεκινάει με το θέμα των αφιερώσεων σε χρησιμοποιημένα βιβλία. Πράγματι υπάρχει μία συγκίνηση όταν διαβάζεις αφιερώσεις και αναπόφευκτα αναρωτιέσαι τι έγινε, αν κράτησε ο έρωτας, αν διαβάστηκε το βιβλίο από τον παραλήπτη και πώς και γιατί κατέληξε σε μαγαζί με μεταχειρισμένα. Εκεί, λοιπόν, που ο κουτσομπόλης αναγνώστης γύρευε μια ιστορία γραμμένη από το συγγραφέα, βρίσκει δωράκι και μια δεύτερη. Οι αφιερώσεις των ίδιων των συγγραφέων από την άλλη, δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσες, απλώς συνήθως επιβεβαιώνουν την υποψία ότι κι αυτοί έχουν γονείς, παιδιά, φίλους.

Περιγράφει το πώς άλλαξαν οι συνήθειες του τι θα δείξει κανείς στο σαλόνι του σπιτιού του και πως παλιότερα οι πορσελάνες και η τηλεόραση ήταν οι πρωταγωνιστές ενώ τώρα η βιβλιοθήκη του σαλονιού σου δείχνει το ποιος είσαι ή είναι τρόπος να προβληθείς και να κοκορευτείς. Πάντως, λέει, ως επισκέπτης μπορείς εύκολα από τη βιβλιοθήκη του άλλου να αποφασίσεις αν θα γίνετε φίλοι, εραστές ή αν χάνεις το χρόνο σου. Βγαίνει πάλι λίγο ο σνομπισμός που έχω παρατηρήσει και σε άλλα τέτοιου τύπου βιβλία. Παρ’ όλα αυτά, ομολογώ πως κι εγώ θα χαζέψω τις βιβλιοθήκες φίλων και γνωστών αλλά ελπίζω ότι δεν θα κρίνω το μέλλον της σχέσης μας τόσο απλοϊκά κι απόλυτα.

Ακολουθούν αγαπημένα αλλά και αδιάφορα θέματα, αφού κάπως πρέπει να φτάσει κι ο κ. Gray τα πενήντα! Οι σελιδοδείκτες, η ανάγνωση στο κρεβάτι στο τέλος της μέρας, η χαρά της δημοτικής βιβλιοθήκης ή του μεγάλου βιβλιοπωλείου. Το να διαβάζεις σε καφέ, μπαρ, παμπ, ουρά στο ΚΕΠ (δεν το λέει ακριβώς έτσι), στο μετρό. Η συγκίνηση της ανακάλυψης ενός καινούργιου αγαπημένου συγγραφέα. Το βιβλίο που βρίσκεις τυχαία στο ξενοδοχείο των διακοπών ή ο μεγάλος προβληματισμός για το διακοποβιβλίο που θα πακετάρεις. Επίσης, η ιδέα του φλερτ με ένα καινούργιο βιβλίο όπου το εξώφυλλο είναι η πρώτη ματιά και αν αυτό πάει καλά πάμε στο οπισθόφυλλο που είναι η πρώτη κουβεντούλα.

Αναφέρεται στην εντύπωση που δίνουμε στους άλλους ανάλογα με το βιβλίο που διαβάζουμε αλλά και στην κρυφή ματιά που ρίχνουμε να δούμε τι βιβλίο διαβάζει ο διπλανός μας. Η αλήθεια είναι πως αν κάποιος διαβάζει τον Οδυσσέα του Joyce μπροστά μου, ένα θαυμασμό θα τον νιώσω κι εγώ, αλλά ποιος ξέρει αν εκείνος υποφέρει εκεί που εγώ τον ζηλεύω σιωπηλά. Επίσης είναι και αφορμή γνωριμίας ή καμακιού ο σχολιασμός του βιβλίου του απέναντι στο μετρό. 

Μιλάει για τους τυχαίους λεκέδες που αφήνουμε σε βιβλία και τις αναμνήσεις που αυτοί δημιουργούν σαν σελίδες προσωπικού ημερολογίου. Πρόσφατα διάβασα ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη της μαμάς μου και στους δυο τρεις λεκέδες, μάλλον από κάποιο φαγητό, στάθηκα παραπάνω και πρόσθεσα και κάνα δυο δικούς μου από δάκρυα φτιαγμένους. Τώρα που το σκέφτομαι, διόλου απίθανο οι λεκέδες να προέρχονταν από κάποιον άλλον αναγνώστη, αλλά αυτό καμία σημασία δεν έχει.

Περιγράφει σαν γλυκιά ανάμνηση τη μυρωδιά που έχουν μικρά, κρυμμένα παλαιοβιβλιοπωλεία (καμιά φορά αυτή είναι ανυπόφορη), ή τον ευγενή βιβλιοπώλη που δεν σε ενοχλεί παρά μόνο αν τον ρωτήσεις κάτι (πολύ συχνά μου έχει τύχει να είναι αντιπαθητικός μισάνθρωπος που πράγματι δεν σε ενοχλεί αρκεί να φύγεις γρήγορα). Μία ρομαντική παρουσίαση της ανοργανωσιάς αυτών των μαγαζιών και της essence της μούχλας αυτών και των βιβλίων. Όλοι μας έχουμε σνιφάρει ένα βιβλίο εδώ κι εκεί αλλά όχι κι έτσι. Ναι, το βιβλίο αγγίζει πολλές αισθήσεις αλλά με κάποιο μέτρο.

Το βιβλίο που σε κάνει να κλαις ή να γελάς ή το αριστούργημα που ποτέ δεν διάβασες και προσποιείσαι ή το αριστούργημα που διάβασες αλλά ανάθεμα κι αν κατάλαβες τι έλεγε και πάλι προσποιείσαι. Ή το βιβλίο με το οποίο όλοι έχουν ξετρελαθεί αλλά εσύ το βρίσκεις κακό και δεν φοβάσαι να το πεις σε όποια παρέα σταθείς γιατί είσαι σίγουρη πως έχεις δίκιο. Παρόμοια κατηγορία και το βιβλίο που συστήνεις σε φίλο ή του το παίρνεις δώρο και η αμήχανη στιγμή που τα γούστα σας δεν συμφωνούν.  

Περιγράφει την αγωνία του αναγνώστη που περιμένει να βγει το επόμενο βιβλίο μιας σειράς ή απλώς το επόμενο του αγαπημένου του συγγραφέα. Θα ξεχάσω εγώ την ανυπομονησία που είχα για κάθε βιβλίο του Χάρι Πότερ; Εκεί κάπου τέλη Αυγούστου αρχές Σεπτέμβρη έτοιμη ήμουν κι εγώ να πάω να περιμένω τα μεσάνυχτα έξω από το βιβλιοπωλείο μαζί με τόσους άλλους φαν.   

Πολύ καλό για δωράκι σε κάποιον που ξέρουμε ότι διαβάζει πολύ. Ευχάριστο, γρήγορο, εύκολο. Αλλά! Πιάνει πολλά θέματα πολύ γενικά και επιφανειακά και τους δίνει την ίδια έκταση με άλλα που δεν χρειάζονταν τόση. Επίσης εννοείται πως με τα περισσότερα θέματα έχουν ασχοληθεί και πολλά άλλα βιβλία (βλ. το θέμα των δύο αντιτύπων σε περίπτωση συγκατοίκησης μας είχε απασχολήσει στο κείμενο για το Ex Libris) και εννοείται ότι έχει το πρόβλημα που έχουν όλα τα βιβλία αυτού του είδους, κάποιον ελιτισμό και μία αυθαίρετη υπόθεση πως όλοι έχουν χρήματα να αγοράζουν συνεχώς βιβλία. Η θέση του είναι όντως κοντά στο ταμείο προς την έξοδο μαζί με άλλα τέτοιου τύπου βιβλία όπως 50 τρόποι να διακοσμήσεις το μπάνιο σου ή 20 γρήγορες λύσεις για τους πιο επίμονους λεκέδες. Εντάξει, ίσως το παράκανα αλλά πέρα από το όμορφο εξώφυλλο, και μερικά εξυπνογραμμένα κείμενα, δεν αξίζει πολλά. Μήπως όλα αυτά που θέλει να μας πει τα λέει καλύτερα το I will judge you by your bookshelf; (spoiler για επόμενο κείμενο που έρχεται!) 

Thursday 18 March 2021

Διαβάζοντας λίγο Προυστ

 Ήρθε κι εμένα η ώρα μου να διαβάσω Προυστ. Όχι φυσικά ακόμα το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο  αλλά κάτι πιο μικρό όπως το Διαβάζοντας. Πρόκειται για τον πρόλογο που έγραψε ο Προυστ στο έργο του Άγγλου καλλιτέχνη, κριτικού και σχολιαστή Τζον Ράσκιν το Σουσάμι και τα κρίνα, το οποίο θα μπορούσε να απασχολήσει το παρόν ιστολόγιο αλλά κάπως με αποθάρρυνε το σχόλιο του Προυστ που είπε ότι κατά τη γνώμη του είναι το χειρότερο έργο του Ράσκιν! Ο πρόλογος του Προυστ μιλά για την ανάγνωση και ξεκινάω την τελευταία με κάποιο φόβο και πάθος για τις μακρόσυρτες και δαιδαλώδεις φράσεις που με περιμένουν, όπως προειδοποιεί η εισαγωγή.

«Άντε κλείσε το βιβλίο σου, είναι ώρα να φάμε» μία από τις πρώτες εικόνες του καημένου του μικρού Προυστ που δεν τον αφήνουν να διαβάζει συνέχεια και του επιβάλλουν να κάνει και άλλα πράγματα, όπως το να φάει. Η αλήθεια είναι ότι κι εγώ και πολλοί άλλοι μάλλον το άκουγαν συχνά αυτό αλλά τουλάχιστον στη δική μου περίπτωση η ανάγνωση αφορούσε το τελευταίο τεύχος του Μίκυ Μάους που έβγαινε κάθε Παρασκευή και μου το έφερνε η γιαγιά μου και η χαρά μου ήταν τεράστια οπότε εννοείται πως δεν ήθελα να διακόψω την ανάγνωση για το φαΐ. Φαντάζομαι ότι ο Προυστ κάτι άλλο θα διάβαζε και ότι σήμερα πολλά παιδάκια θα είναι κολλημένα στο τάμπλετ αντί για το βιβλίο αλλά δεν θέλω να είμαι τέτοιος άνθρωπος οπότε δεν θα επεκταθώ σε αυτό.

Περιγράφει τον ενοχλητικό τύπο που σε βλέπει να διαβάζεις και λέει «δεν θέλω να σ’ ενοχλήσω» αλλά στρογγυλοκάθεται κάπου κοντά σου, βγάζει επιφωνήματα, κάνει άκαιρα σχόλια και τελικά εννοείται πως ενοχλεί! Ψάχνει να διαβάσει οπουδήποτε και με κάθε τρόπο. Κάνει γρήγορα ό,τι άλλο πρέπει να κάνει, όπως το να παίξει στο πάρκο, προκειμένου να γυρίσει στην ανάγνωση. Ξέρει πως αν τον πιάσουν να διαβάζει την ώρα του ύπνου θα τιμωρηθεί αλλά παίρνει αυτό το ρίσκο μόνο όταν αξίζει, όταν του έχουν μείνει οι τελευταίες σελίδες κάποιου βιβλίου. Αχ, πόσες και πόσες φορές δεν μας φώναζε η μαμά και ότι πρέπει να κοιμηθούμε και ότι θα στραβωθούμε με το φως κάτω από την κουβέρτα – αυτό το φοβερό κόλπο για να μη φαίνεται το φως από το δωμάτιο των γονιών. Όλα αυτά βέβαια μέχρι την εφηβεία γιατί μετά τη σκυτάλη από το μεταμεσονύκτιο διάβασμα την πήρε ο Jeronimo Groovy 88,9 FM.

Πίσω στον Προυστ. Μιλάει για τη σχέση που αποκτούμε με τους ήρωες ενός βιβλίου και πόσο θα θέλαμε να μάθουμε κι άλλες πληροφορίες για τη ζωή τους μετά το τέλος του βιβλίου. Αγαπάμε άτομα που την επόμενη μέρα δε είναι πια παρά ένα όνομα σε μια σελίδα. Ζούμε μαζί τους για όσο κρατάει η ανάγνωση και μετά τίποτα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Δεν το είχα σκεφτεί όλο αυτό αλλά δίκιο έχει. Ίσως γι’ αυτό είναι τόσο πετυχημένες οι παιδικές σειρές που ακολουθείς τους ίδιους ήρωες σε πέντε ή δέκα διαφορετικά βιβλία, σαν τους Μυστικούς εφτά και φυσικά αυτή είναι και η γοητεία των διαφόρων λογοτεχνικών επιθεωρητών που μένουν σταθεροί και έτσι ξαναμαθαίνεις τα νέα τους με το καινούριο μυστήριο που λύνουν.

Η ανάγνωση είναι μία φιλία και μάλιστα μία πολύ καλή εκδοχή της γιατί είναι απαλλαγμένη από τις φιλοφρονήσεις ή τις καταπιέσεις ή τις ανασφάλειες που μπορεί να δημιουργησει μια συμβατική φιλία. Δεν αναρωτιόμαστε αν ήμασταν καλοί, ευγενικοί, αστείοι, χρήσιμοι ούτε γελάμε συγκαταβατικά, ούτε συμφωνούμε για να μην πληγώσουμε. Αν θέλουμε να γελάσουμε, γελάμε, αν βαρεθούμε δεν καταπιεζόμαστε απλά κλείνουμε το βιβλίο. Αγνή φιλία με αγνή σιωπή. Παρακολουθούμε την πορεία της σκέψης του συγγραφέα και απλώς τον αγαπάμε ή όχι χωρίς εγωισμό. Δεν χωράνε ανασφάλειες, τύψεις, υποκρισίες - ωραία ιδέα.

Ο Ράσκιν την έχει πολύ ψηλά αυτή τη φιλία και δεν καταλαβαίνει γιατί κυνηγάμε με πάθος τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις φιλίες, ενώ η ανάγνωση προσφέρει συνομιλίες με ανθρώπους πολύ πιο σοφούς και αξιόλογους από αυτούς που πιθανότατα θα γνωρίσουμε στη ζωή μας! Ευτυχώς ο Προυστ δεν συμφωνεί και προσπαθεί να δείξει τη διαφορά ανάμεσα σε ένα βιβλίο και σε ένα φίλο λέγοντας πως στην ανάγνωση παραμένουμε πάντα μόνοι και αφήνουμε μιαν άλλη, ξένη σκέψη να επικοινωνήσει μαζί μας και δεν έχουμε ποτέ feedback για τις δικές μας σκέψεις, θα προσθέσω εγώ. Δεν θα μπω στη διαδικασία να αναλύσω τις διαφορές ενός βιβλίου με έναν φίλο γιατί σοκαρίστηκα και μόνο με την δήλωση του Ράσκιν. Άρα ο Ράσκιν πιστεύει πως η ανάγνωση πρέπει να κατέχει τον πρωταρχικό ρόλο στη ζωή. Εγώ κι ο Προυστ πως είναι ένα γόνιμο θαύμα επικοινωνίας μέσα στην ίδια τη μοναξιά (του Προυστ αυτό) αλλά μέχρι εκεί. Ένα βιβλίο μας παροτρύνει να δούμε κάτι που δεν είχαμε προσέξει ποτέ, να ξαναδούμε κάτι που έχουμε δει αλλιώς, μας οδηγεί δηλαδή στην πνευματική ζωή αλλά δεν είναι η ουσία της. Αναφέρει όμως και την περίπτωση που η ανάγνωση μπορεί να λειτουργήσει σαν θεραπευτική αγωγή όταν έχει επέλθει πνευματική κατάπτωση για οποιονδήποτε λόγο. Το ράθυμο μυαλό που χρειάζεται την παρόρμηση-ανάγνωση για να οδηγηθεί σε μια δραστηριοποίηση. Σαν κλειδί που ξεκλειδώνει την πύλη αδιάβατων χώρων.

Ο Προυστ δεν διαβάζεται εύκολα, το λέει κι ο Πέτρος Παπαδόπουλος στην εισαγωγή. Μακρόσυρτες φράσεις που αλήθεια βοηθάει αν τις διαβάζεις δυνατά, όπως προτείνει ο Gide,  να τις καταλάβεις καλύτερα. Παρ’ όλα αυτά το συγκεκριμένο επειδή ξεκινά με προσωπική εξομολόγηση της παιδικής ζωής του Προυστ ξεκινά ομαλά και μιας και είναι και μικρό, για θεωρητικό δοκίμιο τελικά διαβάζεται γρήγορα σχετικά. Το θέμα είναι πως μου φαίνονται λίγο ξεπερασμένα αυτά που λέει για να μην πω και κάπως συντηρητικά και ελιτίστικα. Ένα παράδειγμα για το τελευταίο είναι ο κίνδυνος που λέει ότι παραμονεύει στην ανάγνωση πως αντί να ξυπνήσει την δική μας πνευματική ζωή μπορεί να την αναπληρώσει και ότι μόνο ένα πρωτότυπο πνεύμα ξέρει να υποτάσσει την ανάγνωση στην προσωπική του δραστηριότητα. Τέλος πάντων. Ή ότι οι σπουδαίοι συγγραφείς προτιμούν να διαβάζουν τα παλιά έργα προφανώς γιατί έχει αποδειχτεί ότι είναι καλά και γιατί αποζητούν εκείνη τη γλώσσα, τις συνήθειες και τον τρόπο σκέψης.

Η εκδοτική πορεία αυτού του μικρού ύμνου στην ανάγνωση, στη Γαλλία του τότε αλλά και στην Ελλάδα του σήμερα, έχει κάποιο ενδιαφέρον. Πρωτοκυκλοφόρησε το 1905 με τίτλο Πάνω στην ανάγνωση (ή Περί αναγνώσεως μας λέει η Ίνδικτος) χωριστά από το βιβλίο του Ράσκιν, στο περιοδικό Λατινική Αναγέννηση. Το 1919 το έβαλε ο Προυστ στη συλλογή του Απομιμήσεις και Σύμμεικτα με τον τίτλο Ημέρες Ανάγνωσης. Αυτόν τον τίτλο τον είχε χρησιμοποιήσει στο μεταξύ το 1907 στην εφημερίδα Φιγκαρό σε ένα διαφορετικό άρθρο του που μιλάει πάλι για την ανάγνωση αλλά πιο συγκεκριμένα την ανάγνωση απομνημονευμάτων. Άρα έχουμε τελικά δύο διαφορετικά κείμενα με τον ίδιο τίτλο. Τώρα, στα δρώμενα της Ελλάδας εκδίδεται το 1985 στο Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» όπου όμως στην εισαγωγή του αναφέρεται λανθασμένα ότι πρόκειται για ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε το 1905 στη Λατινική Αναγέννηση, το 1907 στη Φιγκαρό και το 1919 στα Σύμμεικτα. Έρχεται ευτυχώς η Ίνδικτος το 2004 και δημοσιεύει και τα δύο κείμενα που φέρουν τον ίδιο τίτλο και μπέρδεψαν την Εστία. Ωραία ιστορία και αν εξαιρέσουμε αυτό το αρκετά σοβαρό λάθος της Εστίας εγώ νομίζω προτιμώ τη δική της εισαγωγή σαν πρόλογο για το κείμενο του Προυστ. Είναι πιο φιλολογική και προετοιμάζει καλύτερα για αυτό που ακολουθεί. Συμπέρασμα: ευχαριστώ τον Κώστα και τον Βασίλη που μου δώρισαν και τα δύο μαζί προκειμένου να κάνω τη σύγκριση και να διαλευκάνω και το φοβερό μυστήριο.

Τελειώνοντας, θα αναφερθώ λίγο και στο ομότιτλο της Φιγκαρό μόνο και μόνο γιατί είναι επίκαιρο αυτό που λέει στη αρχή: «Όταν δεν μπορούμε να βγούμε έξω και να κάνουμε επισκέψεις, ασφαλώς θα προτιμούσαμε να δεχόμαστε παρά να διαβάζουμε. Αλλά σε τέτοιους καιρούς επιδημιών, ακόμη και οι επισκέψεις που δέχεται κανείς δεν είναι χωρίς κινδύνους. Διαλέγουμε κατά κύριο λόγο βιβλία όπως απομνημονεύματα και βιογραφίες, βιβλία που δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι συνεχίζουμε να κάνουμε επισκέψεις». Αυτό το κείμενο είναι πολύ πιο εύκολο και γρήγορο και με έκανε να πιστέψω ότι μια μέρα κι εγώ, όταν μεγαλώσω, θα διαβάσω το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.