Ήρθε κι εμένα η ώρα μου να διαβάσω Προυστ. Όχι φυσικά ακόμα το
Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αλλά
κάτι πιο μικρό όπως το Διαβάζοντας. Πρόκειται για τον πρόλογο που έγραψε
ο Προυστ στο έργο του Άγγλου καλλιτέχνη, κριτικού και σχολιαστή Τζον Ράσκιν το Σουσάμι και τα κρίνα,
το οποίο θα μπορούσε να απασχολήσει το παρόν ιστολόγιο αλλά κάπως με αποθάρρυνε
το σχόλιο του Προυστ που είπε ότι κατά τη γνώμη του είναι το χειρότερο έργο του
Ράσκιν! Ο πρόλογος του Προυστ μιλά για την ανάγνωση και ξεκινάω την τελευταία
με κάποιο φόβο και πάθος για τις μακρόσυρτες και δαιδαλώδεις φράσεις που με
περιμένουν, όπως προειδοποιεί η εισαγωγή.
«Άντε κλείσε το βιβλίο σου, είναι ώρα να φάμε» μία από τις πρώτες
εικόνες του καημένου του μικρού Προυστ που δεν τον αφήνουν να διαβάζει συνέχεια
και του επιβάλλουν να κάνει και άλλα πράγματα, όπως το να φάει. Η αλήθεια είναι
ότι κι εγώ και πολλοί άλλοι μάλλον το άκουγαν συχνά αυτό αλλά τουλάχιστον στη
δική μου περίπτωση η ανάγνωση αφορούσε το τελευταίο τεύχος του Μίκυ Μάους που
έβγαινε κάθε Παρασκευή και μου το έφερνε η γιαγιά μου και η χαρά μου ήταν
τεράστια οπότε εννοείται πως δεν ήθελα να διακόψω την ανάγνωση για το φαΐ.
Φαντάζομαι ότι ο Προυστ κάτι άλλο θα διάβαζε και ότι σήμερα πολλά παιδάκια θα
είναι κολλημένα στο τάμπλετ αντί για το βιβλίο αλλά δεν θέλω να είμαι τέτοιος
άνθρωπος οπότε δεν θα επεκταθώ σε αυτό.
Περιγράφει τον ενοχλητικό τύπο που σε βλέπει να διαβάζεις
και λέει «δεν θέλω να σ’ ενοχλήσω» αλλά στρογγυλοκάθεται κάπου κοντά σου, βγάζει
επιφωνήματα, κάνει άκαιρα σχόλια και τελικά εννοείται πως ενοχλεί! Ψάχνει να
διαβάσει οπουδήποτε και με κάθε τρόπο. Κάνει γρήγορα ό,τι άλλο πρέπει να κάνει,
όπως το να παίξει στο πάρκο, προκειμένου να γυρίσει στην ανάγνωση. Ξέρει πως αν
τον πιάσουν να διαβάζει την ώρα του ύπνου θα τιμωρηθεί αλλά παίρνει αυτό το
ρίσκο μόνο όταν αξίζει, όταν του έχουν μείνει οι τελευταίες σελίδες κάποιου
βιβλίου. Αχ, πόσες και πόσες φορές δεν μας φώναζε η μαμά και ότι πρέπει να
κοιμηθούμε και ότι θα στραβωθούμε με το φως κάτω από την κουβέρτα – αυτό το
φοβερό κόλπο για να μη φαίνεται το φως από το δωμάτιο των γονιών. Όλα αυτά
βέβαια μέχρι την εφηβεία γιατί μετά τη σκυτάλη από το μεταμεσονύκτιο διάβασμα
την πήρε ο Jeronimo Groovy
88,9 FM.
Πίσω στον Προυστ. Μιλάει για τη σχέση που αποκτούμε με τους ήρωες
ενός βιβλίου και πόσο θα θέλαμε να μάθουμε κι άλλες πληροφορίες για τη ζωή τους
μετά το τέλος του βιβλίου. Αγαπάμε άτομα που την επόμενη μέρα δε είναι πια παρά
ένα όνομα σε μια σελίδα. Ζούμε μαζί τους για όσο κρατάει η ανάγνωση και μετά
τίποτα, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Δεν το είχα σκεφτεί όλο αυτό αλλά δίκιο έχει.
Ίσως γι’ αυτό είναι τόσο πετυχημένες οι παιδικές σειρές που ακολουθείς τους ίδιους
ήρωες σε πέντε ή δέκα διαφορετικά βιβλία, σαν τους Μυστικούς εφτά και
φυσικά αυτή είναι και η γοητεία των διαφόρων λογοτεχνικών επιθεωρητών που μένουν σταθεροί και
έτσι ξαναμαθαίνεις τα νέα τους με το καινούριο μυστήριο που λύνουν.
Η ανάγνωση είναι μία φιλία και μάλιστα μία πολύ καλή εκδοχή της
γιατί είναι απαλλαγμένη από τις φιλοφρονήσεις ή τις καταπιέσεις ή τις ανασφάλειες
που μπορεί να δημιουργησει μια συμβατική φιλία. Δεν αναρωτιόμαστε αν ήμασταν καλοί,
ευγενικοί, αστείοι, χρήσιμοι ούτε γελάμε συγκαταβατικά, ούτε συμφωνούμε για να
μην πληγώσουμε. Αν θέλουμε να γελάσουμε, γελάμε, αν βαρεθούμε δεν
καταπιεζόμαστε απλά κλείνουμε το βιβλίο. Αγνή φιλία με αγνή σιωπή. Παρακολουθούμε
την πορεία της σκέψης του συγγραφέα και απλώς τον αγαπάμε ή όχι χωρίς εγωισμό. Δεν
χωράνε ανασφάλειες, τύψεις, υποκρισίες - ωραία ιδέα.
Ο Ράσκιν την έχει πολύ ψηλά αυτή τη φιλία και δεν
καταλαβαίνει γιατί κυνηγάμε με πάθος τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις φιλίες, ενώ
η ανάγνωση προσφέρει συνομιλίες με ανθρώπους πολύ πιο σοφούς και αξιόλογους από
αυτούς που πιθανότατα θα γνωρίσουμε στη ζωή μας! Ευτυχώς ο Προυστ δεν συμφωνεί
και προσπαθεί να δείξει τη διαφορά ανάμεσα σε ένα βιβλίο και σε ένα φίλο
λέγοντας πως στην ανάγνωση παραμένουμε πάντα μόνοι και αφήνουμε μιαν άλλη, ξένη
σκέψη να επικοινωνήσει μαζί μας και δεν έχουμε ποτέ feedback για τις δικές μας σκέψεις, θα
προσθέσω εγώ. Δεν θα μπω στη διαδικασία να αναλύσω τις διαφορές ενός βιβλίου με
έναν φίλο γιατί σοκαρίστηκα και μόνο με την δήλωση του Ράσκιν. Άρα ο Ράσκιν
πιστεύει πως η ανάγνωση πρέπει να κατέχει τον πρωταρχικό ρόλο στη ζωή. Εγώ κι ο
Προυστ πως είναι ένα γόνιμο θαύμα επικοινωνίας μέσα στην ίδια τη μοναξιά (του
Προυστ αυτό) αλλά μέχρι εκεί. Ένα βιβλίο μας παροτρύνει να δούμε κάτι που δεν
είχαμε προσέξει ποτέ, να ξαναδούμε κάτι που έχουμε δει αλλιώς, μας οδηγεί δηλαδή
στην πνευματική ζωή αλλά δεν είναι η ουσία της. Αναφέρει όμως και την περίπτωση
που η ανάγνωση μπορεί να λειτουργήσει σαν θεραπευτική αγωγή όταν έχει επέλθει
πνευματική κατάπτωση για οποιονδήποτε λόγο. Το ράθυμο μυαλό που χρειάζεται την
παρόρμηση-ανάγνωση για να οδηγηθεί σε μια δραστηριοποίηση. Σαν κλειδί που
ξεκλειδώνει την πύλη αδιάβατων χώρων.
Ο Προυστ δεν διαβάζεται εύκολα, το λέει κι ο Πέτρος
Παπαδόπουλος στην εισαγωγή. Μακρόσυρτες φράσεις που αλήθεια βοηθάει αν τις διαβάζεις
δυνατά, όπως προτείνει ο Gide,
να τις καταλάβεις καλύτερα. Παρ’ όλα
αυτά το συγκεκριμένο επειδή ξεκινά με προσωπική εξομολόγηση της παιδικής ζωής
του Προυστ ξεκινά ομαλά και μιας και είναι και μικρό, για θεωρητικό δοκίμιο
τελικά διαβάζεται γρήγορα σχετικά. Το θέμα είναι πως μου φαίνονται λίγο ξεπερασμένα
αυτά που λέει για να μην πω και κάπως συντηρητικά και ελιτίστικα. Ένα παράδειγμα
για το τελευταίο είναι ο κίνδυνος που λέει ότι παραμονεύει στην ανάγνωση πως αντί να ξυπνήσει την δική μας πνευματική ζωή μπορεί να την αναπληρώσει και ότι μόνο
ένα πρωτότυπο πνεύμα ξέρει να υποτάσσει την ανάγνωση στην προσωπική του
δραστηριότητα. Τέλος πάντων. Ή ότι οι σπουδαίοι συγγραφείς προτιμούν να διαβάζουν
τα παλιά έργα προφανώς γιατί έχει αποδειχτεί ότι είναι καλά και γιατί αποζητούν
εκείνη τη γλώσσα, τις συνήθειες και τον τρόπο σκέψης.
Η εκδοτική πορεία αυτού του μικρού ύμνου στην ανάγνωση, στη
Γαλλία του τότε αλλά και στην Ελλάδα του σήμερα, έχει κάποιο ενδιαφέρον. Πρωτοκυκλοφόρησε
το 1905 με τίτλο Πάνω στην ανάγνωση (ή Περί αναγνώσεως μας λέει η Ίνδικτος) χωριστά
από το βιβλίο του Ράσκιν, στο περιοδικό Λατινική Αναγέννηση. Το 1919 το
έβαλε ο Προυστ στη συλλογή του Απομιμήσεις και Σύμμεικτα με τον τίτλο Ημέρες Ανάγνωσης. Αυτόν τον τίτλο τον είχε
χρησιμοποιήσει στο μεταξύ το 1907 στην εφημερίδα Φιγκαρό σε ένα
διαφορετικό άρθρο του που μιλάει πάλι για την ανάγνωση αλλά πιο συγκεκριμένα
την ανάγνωση απομνημονευμάτων. Άρα έχουμε τελικά δύο διαφορετικά κείμενα με τον
ίδιο τίτλο. Τώρα, στα δρώμενα της Ελλάδας εκδίδεται το 1985 στο Βιβλιοπωλείον της
«Εστίας» όπου όμως στην εισαγωγή του αναφέρεται λανθασμένα ότι πρόκειται για ένα κείμενο
που δημοσιεύτηκε το 1905 στη Λατινική Αναγέννηση, το 1907 στη Φιγκαρό
και το 1919 στα Σύμμεικτα. Έρχεται ευτυχώς η Ίνδικτος το 2004 και δημοσιεύει
και τα δύο κείμενα που φέρουν τον ίδιο τίτλο και μπέρδεψαν την Εστία. Ωραία ιστορία
και αν εξαιρέσουμε αυτό το αρκετά σοβαρό λάθος της Εστίας εγώ νομίζω προτιμώ τη
δική της εισαγωγή σαν πρόλογο για το κείμενο του Προυστ. Είναι πιο φιλολογική
και προετοιμάζει καλύτερα για αυτό που ακολουθεί. Συμπέρασμα: ευχαριστώ τον Κώστα και τον Βασίλη που μου
δώρισαν και τα δύο μαζί προκειμένου να κάνω τη σύγκριση και να διαλευκάνω και
το φοβερό μυστήριο.
Τελειώνοντας, θα αναφερθώ λίγο και στο ομότιτλο της Φιγκαρό
μόνο και μόνο γιατί είναι επίκαιρο αυτό που λέει στη αρχή: «Όταν δεν μπορούμε
να βγούμε έξω και να κάνουμε επισκέψεις, ασφαλώς θα προτιμούσαμε να δεχόμαστε
παρά να διαβάζουμε. Αλλά σε τέτοιους καιρούς επιδημιών, ακόμη και οι επισκέψεις
που δέχεται κανείς δεν είναι χωρίς κινδύνους. Διαλέγουμε κατά κύριο λόγο βιβλία
όπως απομνημονεύματα και βιογραφίες, βιβλία που δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι
συνεχίζουμε να κάνουμε επισκέψεις». Αυτό το κείμενο είναι πολύ πιο εύκολο και
γρήγορο και με έκανε να πιστέψω ότι μια μέρα κι εγώ, όταν μεγαλώσω, θα διαβάσω
το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο.